- μπότσα
- η(λ. βενετ.), ξύλινο δοχείο για το μέτρημα του μούστου ή του κρασιού, χωρητικότητας τριών κιλών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπότσα — η (Μ μπότσα και μπότζα) νεοελλ. μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμα μσν. εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. bozza] … Dictionary of Greek
μπουτζίκι — μπουτζίκι, τὸ (Μ) μετρική μονάδα χωρητικότητας δημητριακών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποκορ. τού ουσ. μπότζα / μπότσα. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται είτε με το ιταλ. moggio, βεν. mozo «μόδιος» είτε με τουρκ. buşuk «μισός»] … Dictionary of Greek